- απηλογιέμαι
- κ. απηλογάμαιαπολογιέμαι, δίνω απόκριση, απαντώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. απολογούμαιτο η της β' συλλαβής προήλθε από νεώτερη εσωτερική αύξηση (πρβλ. ανηβαίνω, κατηβαίνω κ.λπ.) και επεκτάθηκε με παρετυμολογική εξίσωση και στο ουσ. απηλογιά].
Dictionary of Greek. 2013.